πόλη

Ρίζωσε στην όχθη.
Άπλωσε βαθιά στην πηκτή λάσπη, εκεί που φυλάνε τα νερόφιδα.
Δεν τόλμησε ποτέ κανείς να βυθίσει το χέρι, τα πόδια ή το κεφάλι κάτω από το πνιχτό νερό της.
Η πόλη με τα πέτρινα τείχη και τους πυργίσκους.
Έχει και πύλη. Μη σε ξεγελά. Πλανεύει και καταπίνει τον επισκέπτη.
Η κάθε ανάσα ακούγεται πίσω από τους ενωμένους τοίχους.
Οι φύλακες μετράνε τα βήματα και πυροβολούν αυτά που ξεφεύγουν από τον ρυθμό.
Τα ρολόγια σημαίνουν την παύση της ανάσας, όταν οι δείχτες φτάσουν στο μηδέν.
Κάποτε ακούστηκε ότι κάποια μάτια στράφηκαν στον ουρανό, πίσω από τα μικρά παράθυρα.
Ρούφηξαν το γαλάζιο της χαραμάδας. 
Εισέπνευσαν βαθιά και χρωμάτισαν τα κύτταρα. 
Μα οι φύλακες εντόπισαν το μειδίαμα. Κάθε βράδυ, την ώρα που βαθαίνει ο ύπνος, ξεκινά μια συναυλία με υποκόπανους που τρίβονται στα κάγκελα.
Το ανατριχιαστικό στρίγγλισμα παγώνει την ελπίδα.
Όμως, το γαλάζιο κύτταρο πάλλεται σε ρυθμό, με θράσος. 
Το νύχι σκαλίζει την πέτρα. Καταπίνει τον ασβέστη, μην προδοθεί.
Τα όνειρα ξεφεύγουν, κερδίζουν λεπτά.
Η πόλη διαλύεται.
to_metrema.html
alle_pagida.html