Σέρνομαι πέρα δώθε μ΄ένα γοβάκι. Το άλλο το ΄χασα. 
Νομίζω πως το έχασα ή ίσως να το άφησα εκεί.
Μάλλον τα άφησα επίτηδες εκεί γιατί λένε πως 
αν ξεχάσεις κάτι κάπου επίτηδες το κάνεις γιατί
θέλεις να ξαναπάς. Ελπίζω τότε να το άφησα εκεί. 

Πηγαινοέρχομαι στη γειτονιά του μέχρι να μου φωνάξει
να δοκιμάσω το γοβάκι - εμένα απ΄ όλους που είδε με 
γοβάκια. Το γυάλινο γοβάκι καρφώθηκε στη σάρκα μου 
από το πήγαιν΄ έλα. Το νύχι μου βρωμάει πύον. Δαγκώνω 
το κοκκινάδι αλλά δεν κλαίω. Χαμογελώ σαν παλιάτσος με 
το μουντζουρωμένο κοκκινάδι μου και δείχνω κόκκινα δόντια. 

Δε θέλω να ξαναδώ γοβάκια!
« Μητέρα θα πετάξω όλα σου τα γοβάκια!!! »

Όταν με αγαπήσει δε θα τα χρειάζομαι.

Θα ξεσκίσω τα γυάλινα ρινίσματα από το πόδι μου και θα 
τον αφήσω να γλείψει το αίμα.
e_schese_tes_me_ton_erota.html
teleutaia_selida.html